Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

το μανάβικο

См. также в других словарях:

  • μανάβικο — το το μαγαζί όπου πουλιούνται φρούτα και λαχανικά, το οπωροπωλείο: Το μανάβικο κοντά στην πλατεία έχει πάντα φρέσκα προϊόντα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μανάβικο — το [μανάβης] κατάστημα πώλησης λαχανικών και φρούτων, λαχανοπωλείο, οπωροπωλείο …   Dictionary of Greek

  • λαχανοπωλείο — το (AM λαχανοπωλεῑον Α και λαχανοπώλιον) [λαχανοπώλης] κατάστημα όπου πωλούνται λαχανικά, μανάβικο …   Dictionary of Greek

  • μαγέρικο — το λαϊκό εστιατόριο, μαγειρείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάγερας + κατάλ. ικο (πρβλ. μανάβης: μανάβικο)] …   Dictionary of Greek

  • οπωροπωλείο — το κατάστημα πώλησης οπωρών, μανάβικο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπωροπώλης. Η λ., στον λόγιο τ. ὀπωροπωλεῖον, μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Άγγ. Βλάχου] …   Dictionary of Greek

  • φαρμακείο — το, Ν [φάρμακο] 1. κατάστημα πώλησης και παρασκευής φαρμάκων 2. κουτί όπου φυλάγονται στοιχειώδη φαρμακευτικά παρασκευάσματα, στο σπίτι ή σε όχημα 3. μτφ. κατάστημα τού οποίου οι τιμές πώλησης τών προϊόντων είναι εξαιρετικά υψηλές («αυτό το… …   Dictionary of Greek

  • λαχανοπωλείο — το το μανάβικο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μπακάλικος — η, ο 1. οσχετικός με τον μπακάλη: Στο μανάβικο της γειτονιάς μου έχει και μπακάλικα είδη. 2. μτφ., άξεστος, απολίτιστος: Είχε μπακάλικη νοοτροπία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»